Α

απόμπευτος απορφανισμός
απομύζηση απορώ
απομυζητήρας αποσαθρώνω
απομυζητικός αποσάθρωση
απομυζώ απόσαξη
απομυθοποίηση αποσαρίδι
απομυθοποιώ αποσαρκώνω
απομωραίνω αποσαρώνω
απομώρανση αποσαφηνίζω
αποναρκώνω αποσαφήνιση
απονάρκωση απόσβεση
αποναρκωτικός αποσβεστικός
απονεκρώνω αποσβήνω
απονέκρωση αποσβολώνω
απονέμω απόσειση
απονενοημένος αποσείω
απόνερα αποσίγηση
απονέρια αποσιώπηση
απονευρώνω αποσιωπητικά
απονεύρωση αποσιωπητικός
απονευρωτικός αποσιωπώ
απονήρευτος αποσκελετωμένος
απονήωση αποσκεπάζω
απονιά απόσκεπος
απονίβομαι αποσκευή
απονίπτω απόσκιος
απόνιψη αποσκίρτηση
απονίψιμο αποσκιρτώ
απονομή αποσκληραίνω
άπονος αποσκλήρυνση
απόντιστος αποσκληρύνω
απονύχι αποσκοπώ
απονύχτερος αποσκορακίζω
αποξαίνω αποσκοράκιση
αποξαρχής αποσκορακισμός
αποξειδώνω αποσκότεινα
αποξείδωση αποσκοτώνω
αποξειδωτικός αποσμηκτικός
απόξενος απόσμηξη
αποξενώνω απόσμηση
αποξένωση αποσμητικός
αποξεραίνω αποσμήχω
απόξερος αποσμώ
απόξεση αποσόβηση
απόξεσμα αποσοβώ
αποξεχνιέμαι απόσπαση
αποξεχνιούμαι απόσπασμα
αποξεχνώ αποσπασματάρχης
αποξέω αποσπασματικός
αποξηραίνω αποσπέρας
αποξήρανση αποσπερίζω
αποξηραντής αποσπερίς
αποξηραντικός αποσπερίτης
αποξύνω αποσπερματίζω
απόξυσμα αποσπερμάτιση
απόξω αποσπερματισμός
αποπαίδι αποσπερνός
απόπαιδο αποσπόντα
αποπαίρνω αποσπόρι
απόπαπας αποσπώ
απόπασχα απόσταγμα
αποπάτημα αποστάζω
αποπάτηση αποσταθεροποίηση
απόπατος αποσταθεροποιητικός
αποπατώ αποσταθεροποιώ
απόπειρα αποστάθμηση
αποπειρατικός αποσταθμίζω
αποπειρώμαι αποστάθμιση
αποπεμπτικός αποσταθμώ
αποπέμπω αποσταίνω
αποπερατώνω αποστακτήρας
αποπεράτωση αποστακτήριος
αποπέφτω αποστακτικός
απόπιμα αποστάλαγμα
αποπίνω αποσταλάζω
απόπιομα αποστάλαμα
αποπλάνηση αποσταλινοποίηση
αποπλανητικός απόσταμα
αποπλανώ αποσταμένος
αποπλέκω αποσταμός
αποπλένω απόσταξη
αποπλέω αποστάξιμος
αποπληθωρισμός απόσταση
αποπληθωριστικός αποστασία
αποπληκτικός αποστασιοποίηση
απόπληκτος αποστασιοποιούμαι
αποπληξία αποστάτης
αποπληρωμή αποστάτισσα
αποπληρώνω αποστάτρια
απόπληχτος αποστατώ
απόπλους αποσταφιδιάζω
απόπλυμα αποσταφιδώνω
αποπλύνω αποστάφυλα
απόπλυση αποστεγνώνω
αποπνευματώνω αποστέγνωση
αποπνευμάτωση αποστεγνωτικός
αποπνέω αποστειρώνω
αποπνιγμός αποστείρωση
αποπνίγω αποστειρωτικός
αποπνικτικός αποστέλλω
αποπνιχτικός αποστεούμαι
απόπνοια αποστέργω
αποποίηση αποστέρηση
αποποινικοποίηση αποστεριόρι
αποποινικοποιώ αποστερώ
αποποιούμαι αποστεωμένος
αποπομπή αποστεώνομαι
αποπροσανατολίζω αποστέωση
αποπροσανατολισμός αποστηθίζω
αποπροσωποποίηση αποστήθιση
αποπροσωποποιώ απόστημα
απόπτυση αποστιλβώ
απόπτυσμα αποστίλβω
αποπτύω αποστιλβώνω
απόπτωση απόστιχο
αποπυρηνικοποίηση απόστιχος
αποπωματίζω αποστολέας
αποπωμάτιση αποστολή
απόρημα αποστολικός
απορηματικός απόστολος
απορημένος αποστόμωμα
απόρθητος αποστομώνω
απορία αποστόμωση
άπορος αποστομωτικός
απορρέω αποστραβώνω
απόρρητος αποστραγγίδι
απόρριγμα αποστραγγίζω
απόρριμμα αποστράγγιση
απορριμματοδοχείο αποστράγγισμα
απορριμματοφόρος αποστραγγιστικός
απορριξιμιό αποστρατεία
απορριπτέος αποστράτευση
απορρίπτω αποστρατεύω
απορρίχνω αποστρατικοποίηση
απόρριψη αποστρατικοποιώ
απορρίψιμος αποστρατιωτικοποίηση
απορροή αποστρατιωτικοποιώ
απόρροια απόστρατος
απορρόφηση αποστρέφω
απορροφητήρας αποστροφή
απορροφητικός απόστροφος
απορροφητικότητα αποσυγκεντρώνω
απορροφώ αποσυγκέντρωση
απορρύπανση αποσυγκρότηση
απορρυπαντικός αποσυγκροτώ
απορρώξ αποσυμφόρηση
απορυθμίζω αποσυνάγωγος
απορύθμιση αποσύνδεση
απορφανίζω αποσυνδετικός
απορφάνιση αποσυνδέω