αποστεγνώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποστεγνώνω από το μεταγενέστερη ελληνική ἀποστεγνόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποστεγνώνω
✦ στεγνώνω εντελώς
✦ (μτφ. ) κάνω κάποιον να χάσει κάθε ικμάδα ή αισθήματα: μας αποστέγνωσε τόση κακογουστιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–