αποπέφτω
Προφορά
Ετυμολογία
αποπέφτω από + πέφτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποπέφτω
✦ πέφτω: όπως όταν νυχτερίδες στα βάθη της σπηλιάς κρατιούνται αρμαθιά γαντζωμένες στο βράχο, κι αν αποπέσει μια, τότε όλες πεταρίζουν τσιρίζοντας (Γ. Σεφέρης)
✦ (συνεκδ.) πέφτω σε κακά χέρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–