αποστομωτικός


αποστομωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αποστομωτικός αποστομώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αποστομωτικός -ή, -ό

✦ ικανός να αποστομώσει: του έδωσε απάντηση αποστομωτική

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αποστομωτικά (Κ αποστομωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.