αποσείω
Προφορά
Ετυμολογία
αποσείω αρχαία ελληνική ἀπο-σείω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσείω
✦ τινάζω κάτι από πάνω μου ή μακριά, αποτινάζω: απέσεισαν τον οθωμανικό ζυγό της δουλείας
✦ αποσείω κατηγορία, συκοφαντία κτλ., ανασκευάζω, αναιρώ, αποκρούω κατηγορία, συκοφαντία κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–