αποστέγνωση
Προφορά
Ετυμολογία
αποστέγνωση αποστεγνώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποστέγνωση
✦ απαλλαγή από την υγρασία, στέγνωμα
✦ (μτφ. ) απώλεια ζωτικότητας, αισθημάτων: κι εμείς που κάποτε ζούσαμε, βαδίζουμε προς την αποστέγνωση (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–