απονέκρωση


απονέκρωση
Προφορά

Ετυμολογία
απονέκρωση μεταγενέστερη ελληνική ἀπονέκρωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απονέκρωση

✦ τέλεια νέκρωση
(μτφ. ) πλήρης μαρασμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.