απόσβεση
Προφορά
Ετυμολογία
απόσβεση αρχαία ελληνική ἀπόσβεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απόσβεση
✦ σβήσιμο
✦ (μτφ. ) εξαφάνιση, εξάλειψη
✦ εξόφληση: απόσβεση χρέους – δανείου
✦ (οικον.) υπολογισμός και εγγραφή στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης της μείωσης της αξίας πάγιων περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, από τη χρήση ή την πάροδο του χρόνου
✦ (οικονομολ.) απόσβεση κεφαλαίου, η σε κάθε χρονική μονάδα κατανάλωση κεφαλαίου, θεωρούμενη ως δαπάνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–