αποστάζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αποστάζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αποστάζω.mp3Ετυμολογίααποστάζω αρχαία ελληνική ἀπο-στάζω Ερμηνεία└ρήμα┘ αποστάζω ✦ κάνω κάτι να στάξει, με ειδική συσκευή, υποβάλλω σε απόσταξη ✦ (αμτβ.) πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω Συνώνυμαλαμπικάρω Αντίθετα–Επιρρήματα–