αποστομώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποστομώνω μεταγενέστερη ελληνική ἀποστομόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποστομώνω
✦ αναγκάζω κάποιον να μη μπορεί ν’ απαντήσει: πάσχιζε να τους αποστομώσει, μα… τις περισσότερες φορές δεν εύρισκε καθόλου επιχειρήματα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–