αποπληξία


αποπληξία
Προφορά

Ετυμολογία
αποπληξία αρχαία ελληνική ἀποπληξία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποπληξία

✦ εγκεφαλική αιμορραγία που προκαλεί παράλυση ή θάνατο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.