απορία


απορία
Προφορά

Ετυμολογία
απορία αρχαία ελληνική ἀπορία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απορία

✦ έλλειψη διεξόδου
(μτφ. ) αμηχανία, δυσχέρεια
✦ έκπληξη που συνοδεύεται από αμφιβολία
✦ ανέχεια, φτώχεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευπορία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.