αποστροφή
Προφορά
Ετυμολογία
αποστροφή αρχαία ελληνική ἀποστροφή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποστροφή
✦ η στροφή προς άλλη κατεύθυνση: δεν μπορούσε να παραγνωρίσει πως μια εύνοια ή μια αποστροφή της τύχης δίνει καμιά φορά το τελικό ύφος σε μια κατάσταση (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (μτφ. ) απέχθεια, αντιπάθεια: η αποστροφή που αισθάνομαι για τους ελλαδικούς κομματικούς τρόπους είναι ανείπωτη (Γ. Σεφέρης)
✦ ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ομιλητής στρέφει το λόγο από τα γενικά, για να απευθυνθεί σε ορισμένα πρόσωπα, πράγματα ή αφηρημένες έννοιες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–