αποστεώνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
αποστεώνομαι από + οστούν, ασυναίρ. αρχαία ελληνική ὀστέον
Ερμηνεία
αποστεώνομαι
✦ κ. αποστεούμαι ρ. (αποστε-ώθηκα, -ωμένος) γίνομαι σκληρός σαν κόκαλο
✦ (μτφ. ) αδυνατίζω υπερβολικά, γίνομαι κοκαλιάρης
✦ (μτφ. ) χάνω τη ζωτικότητα ή τα αισθήματα
✦ μτχ. παθ. πρκμ. αποστεωμένος, -η, -ο (βλ. λ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–