αποσπασματάρχης
Προφορά
Ετυμολογία
αποσπασματάρχης απόσπασμα + άρχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αποσπασματάρχης
✦ ο επικεφαλής στρατιωτικού ή αστυνομικού αποσπάσματος: ο αποσπασματάρχης λύσσαξε με την αποτυχία του και για τούτο έπιασε τρεις αθώους (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–