αποσκορακίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποσκορακίζω μεταγενέστερη ελληνική ἀποσκορακίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσκορακίζω
✦ στέλνω στο ανάθεμα
✦ απορρίπτω, αποβάλλω κάτι ως άχρηστο: αποσκοράκισαν τη φλυαρία (Κ. Γεωργουσόπουλος)
✦ (για αρχαία ελληνική κείμ.) απορρίπτω, αφαιρώ χωρίο ως μη γνήσιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–