απόρρητος
Προφορά
Ετυμολογία
απόρρητος αρχαία ελληνική ἀπόρρητος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απόρρητος -η, -ο
✦ που δεν πρέπει να ανακοινωθεί, να γνωστοποιηθεί ευρύτερα: απόρρητη διαταγή του επιτελείου
✦ το απόρρητο(ν) ως ουσ., μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί: επαγγελματικό απόρρητο – το απόρρητο των επιστολών
✦ τραπεζικό απόρρητο, υποχρέωση των τραπεζών να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια για τις καταθέσεις και τις συναλλαγές με τους πελάτες τους
✦ ο εξ απορρήτων, μυστικοσύμβουλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απόρρητα (Κ απορρήτως)