αποσκληρύνω


αποσκληρύνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποσκληρύνω αρχαία ελληνική ἀποσκληρύνω

Ερμηνεία
αποσκληρύνω

✦ κ. αποσκληραίνω ρ. (αποσκλήρ-υνα κ. -ανα, -ύνθηκα κ. -άθηκα, -υμένος) κάνω κάτι εντελώς σκληρό
(μτφ. ) κάνω κάποιον άπονο, σκληρόκαρδο: τα βάσανα τον έχουν αποσκληράνει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.