αποσυγκροτώ
Προφορά
Ετυμολογία
αποσυγκροτώ απο- συγκροτώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσυγκροτώ -είς, -εί
✦ διαλύω, καταστρέφω τη συγκρότηση αρμονικού συνόλου, υπηρεσίας, οργανισμού κτλ., αποδιοργανώνω: ο κομματισμός έχει αποσυγκροτήσει τη δημόσια διοίκηση – ο φόβος του θανάτου αποσυγκρότησε τον φαινομενικά ισορροπημένο εσωτερικό του κόσμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–