αποξεραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποξεραίνω από + ξεραίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποξεραίνω
✦ ξεραίνω τελείως
✦ (μτφ. ) αφήνω κάτι χωρίς ζωή, χωρίς αισθήματα, μαραίνω: αυτή η ζωή τής είχε αποξεράνει ολότελα την ψυχή, την είχε κάνει στριφνή, τραχιά (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–