αποπλύνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποπλύνω αρχαία ελληνική ἀπο-πλύνω
Ερμηνεία
αποπλύνω
✦ κ. αποπλένω ρ. πλένω καλά, τελειώνω το πλύσιμο
✦ (μτφ. ) εξαλείφω ηθικό στίγμα, κάτι που έγινε εις βάρος μου: εκείνο που ήθελε ήταν να αποπλύνει την ντροπή
Συνώνυμα
ξεπλένω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–