απονενοημένος
Προφορά
Ετυμολογία
απονενοημένος μτχ. παθ. πρκ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἀπονοοῦμαι (= βρίσκομαι σε απόγνωση)
Ερμηνεία
απονενοημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) που γίνεται από απόγνωση: απονενοημένο διάβημα – η απονενοημένη απόπειρα να κατασταλεί η τρομοκρατία με την απαγόρευση της δημοσίευσης των προκηρύξεων (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
άπελπις, απελπισμένος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απονενοημένα (Κ απονενοημένως)