Α

απερίσκεπτος αποβλακωτικός
απερίσκεφτος αποβλέπω
απερισκεψία απόβλητος
απερίσπαστος αποβολή
απεριτείχιστος αποβολιμαίος
απερίτεχνος αποβορβόρωση
απεριτίφ αποβουτυρώνω
απερίτμητος αποβουτύρωση
απέριττος αποβραδινός
απερίφρακτος αποβραδίς
απερίφραστος απόβραδο
απερίφραχτος απόβρασμα
απερπάτητος αποβροχάρης
απέρχομαι αποβροχιά
απεσταλμένος αποβρόχια
απέταλος απόβροχο
απετάλωτος απόγαιο
απευαισθητοποίηση απογαλακτίζω
απευαισθητοποιώ απογαλακτισμός
απευθείας απόγειο
απευθύνω απόγειος
απευθυσμένο απογειώνομαι
απευκταίος απογείωση
απευχή απόγεμα
απεύχομαι απογεματινός
άπεφθος απογεμίζω
απεχθάνομαι απόγευμα
απέχθεια απογευματινός
απεχθής απογεύομαι
απέχω απογίνομαι
απεψία απόγιομα
απήγανος απόγνωση
απήδητος απογοήτευση
απήδηχτος απογοητευτικός
απηλιώτης απογοητεύω
απηνής απόγονος
απήχηση απογραφέας
άπηχτος απογραφή
απηχώ απογραφικός
άπιαστος απόγραφο
απίδι απογράφω
απιδιά απογυμνώνω
απίδρομος απογύμνωση
απίεστος αποδάσωση
απίθανος αποδεδειγμένα
απιθανότητα αποδεδειγμένος
απίθωμα αποδεικνύω
απιθώνω αποδεικτέος
απίκο αποδεικτικός
απίκου αποδεικτός
απίκραντος απόδειξη
άπικρος αποδείξιμος
απινίδωση απόδειπνο
απιοειδής αποδείχνω
άπιον αποδειχτικός
άπιοτος αποδεκατίζω
απίσσωτος αποδεκάτισμα
απίστευτος αποδεκατισμός
απιστία αποδέκτης
απίστομα αποδεκτός
απιστοποίητος αποδέκτρια
άπιστος αποδέλοιπος
απιστώ αποδελτιώνω
απίστωτος αποδελτίωση
απισχναίνω αποδέσμευση
απίσχνανση αποδεσμεύω
απισχναντικός αποδέχομαι
άπλα αποδέχτης
απλάδα αποδεχτός
απλαισίωτος αποδήμηση
απλάκωτος αποδημητικός
απλάνευτος αποδημία
απλανής απόδημος
απλάνιστος αποδημώ
απλασία αποδιαλέγια
άπλαστος αποδιάλεγμα
απλειστηρίαστος αποδιαλεγούδια
άπλερος αποδιαλέγω
απλέρωτος αποδιαρθρώνω
άπλετος αποδιάρθρωση
απλεύριστος αποδιδράσκω
άπλευστος αποδίδω
άπλεχτος αποδιεθνοποίηση
απλήγιαστος αποδιεθνοποιώ
απλήγωτος αποδίνω
απλήθυντος αποδιοπομπαίος
απλημμύριστος αποδιοργανώνω
απληροφόρητος αποδιοργάνωση
απλήρωτος αποδίπλα
απλησίαστος απόδιπλα
απληστία αποδιωγμός
άπληστος αποδιώκω
απλίκα αποδιώχνω
απλογραφία αποδοκιμάζω
απλογραφικός αποδοκιμασία
απλοελληνικός αποδοκιμαστικός
απλοελληνιστί αποδόμηση
απλοέπεια απόδοση
άπλοια αποδόσιμος
απλοϊκός αποδοτικός
απλοϊκότητα αποδοτικότητα
απλολογία αποδοχή
απλοποίηση απόδραση
απλοποιώ αποδρομή
απλός απόδρομος
απλότητα αποδυναμώνω
απλούμιστος αποδυνάμωση
απλούς αποδύομαι
απλούστευση απόδυση
απλουστεύω αποδυτήριο
απλοχέρης αποδώ
απλοχεριά απόζερβος
απλοχερίζω αποζευγνύω
απλόχερος αποζευκτήρας
απλοχωριά απόζευξη
απλόχωρος αποζεύω
απλυσιά αποζημιώνω
άπλυτος αποζημίωση
άπλωμα αποζητώ
απλώνω αποζώ
απλωσιά απόζω
απλώστρα απόηχος
απλωταριά αποθαίνω
απλωτός αποθαλασσώνομαι
απνευστί αποθαλάσσωση
άπνοια αποθαμένος
άπνους αποθαμός
από αποθανατίζω
αποβάθρα αποθάρρυνση
αποβαίνω αποθαρρυντικός
αποβάλλω αποθαρρύνω
απόβαλμα αποθείωση
αποβαρβαρώνω απόθεμα
αποβαρβάρωση αποθεματικός
απόβαρο αποθεματοποίηση
απόβαση αποθεραπεία
αποβατικός αποθεραπεύω
αποβγάζω αποθερίζω
απόβγαλμα απόθεση
αποβδόμαδα αποθέσιμος
αποβιβάζω αποθέτης
αποβίβαση αποθετικός
αποβιβαστικός αποθέτω
αποβιομηχανίζω αποθεώνω
αποβιομηχάνιση αποθέωση
αποβιώ αποθεωτικός
αποβίωση αποθηκάριος
αποβλάκωμα αποθήκευση
αποβλακώνω αποθηκευτικός
αποβλάκωση αποθήκευτρα