αποστρατεύω
Προφορά
Ετυμολογία
αποστρατεύω μεταγενέστερη ελληνική ἀποστρατεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποστρατεύω
✦ απομακρύνω αξιωματικό από τη στρατιωτική υπηρεσία για λόγους ηλικίας, ανικανότητας, φρονημάτων, υπηρεσιακών αναγκών
✦ απολύω εφέδρους
✦ αποστρατεύομαι, βρίσκομαι σε αποστρατεία
✦ παύω να ασκώ το επάγγελμά μου για διάφορους λόγους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επιστρατεύω
Επιρρήματα
–