απορημένος


απορημένος
Προφορά

Ετυμολογία
απορημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος απορώ

Ερμηνεία
απορημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. γεμάτος απορία: βλέμμα απορημένο – σα ν’ αφυπνίστηκε, απορημένη, σ’ έναν κόσμο αιωνιότητας (Γ. Γεραλής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.