αποσκεπάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποσκεπάζω μεταγενέστερη ελληνική ἀποσκεπάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσκεπάζω
✦ κρύβω, σκεπάζω εντελώς: να τους θυμίσει… αλήθειες αποσκεπασμένες… με περισσήν επιμέλεια (Οδ. Ελύτης)
✦ (μτφ. ) προστατεύω
Συνώνυμα
συγκαλύπτω, αποσιωπώ
Αντίθετα
φανερώνω, δείχνω
Επιρρήματα
–