αποσταφιδιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποσταφιδιάζω μεταγενέστερη ελληνική ἀποσταφιδόω-ῶ
Ερμηνεία
αποσταφιδιάζω
✦ κ. αποσταφιδώνω ρ. (αποσταφίδ-ωσα, -ιασα, -ωμένος) στεγνώνω, ξεραίνω τα σταφύλια για να γίνουν σταφίδες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–