άπορος


άπορος
Προφορά

Ετυμολογία
άπορος αρχαία ελληνική ἄπορος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άπορος -η, -ο

✦ αδιάβατος, που δεν έχει πέρασμα
(μτφ. ) που δεν προσφέρει λύση, διέξοδο
✦ που οδηγεί σε αμηχανία
✦ ανεξήγητος
✦ στερούμενος τα αναγκαία, φτωχός

Συνώνυμα

Αντίθετα
εύπορος, πορεμένος
Επιρρήματα
απόρως

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.