αποσκορακισμός


αποσκορακισμός
Προφορά

Ετυμολογία
αποσκορακισμός μεταγενέστερη ελληνική ἀποσκορακισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αποσκορακισμός

✦ το να στέλνει κανείς κάτι ή κάποιον στο διάβολο
✦ απόρριψη, αποβολή
✦ (για αρχαία ελληνική κείμενα) απόρριψη ή αφαίρεση χωρίου που δε θεωρείται γνήσιο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.