αποσάθρωση
Προφορά
Ετυμολογία
αποσάθρωση από το ρ. αποσαθρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποσάθρωση
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποσαθρώνω
✦ (ειδ.) η καταστροφή ή αλλοίωση ορυκτών και πετρωμάτων που γίνεται στην επιφάνεια της γης από εξωγενείς δυνάμεις (ηλιακή ακτινοβολία, παγετός κ.ά.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–