απορηματικός


απορηματικός
Προφορά

Ετυμολογία
απορηματικός αρχαία ελληνική ἀπορηματικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ απορηματικός -ή, -ό

✦ αυτός που εκφράζει απορία ή αμηχανία
✦ (γραμμ.) απορηματικές προτάσεις, οι ερωτηματικές προτάσεις με τις οποίες εκφράζεται απορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
απορηματικά (Κ απορηματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.