αποσπώ
Προφορά
Ετυμολογία
αποσπώ αρχαία ελληνική ἀποσπῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσπώ -άς, -ά
✦ αποκόβω, αποχωρίζω: μια ομάδα διαδηλωτών αποσπάστηκε και άρχισε τις καταστροφές
✦ απομακρύνω κάποιον από άλλο πρόσωπο ή επιζήμιο πράγμα: δεν μπορέσαμε να τον αποσπάσουμε από τις κακές παρέες – συνήθειες
✦ προσελκύω: θέλει να αποσπάσει την προσοχή του κόσμου
✦ κατορθώνω να κερδίσω: απέσπασε τον γενικό θαυμασμό
✦ εκμαιεύω: απέσπασε μιαν ομολογία γεμάτη αντιφάσεις
✦ μεταθέτω προσωρινά υπάλληλο ή στρατιωτικό από την οργανική του θέση: για να καλυφθούν οι εποχικές ανάγκες θα αποσπαστούν υπάλληλοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–