αποσταίνω
Προφορά
Ετυμολογία
αποσταίνω από τον αόρ. αποστάθηκα του μεσαιωνική ελληνική ἀποστέκω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσταίνω
✦ κουράζομαι, αποκάνω: μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά που αποσταμένος γέρνει (Ι. Γρυπάρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ξαποσταίνω
Επιρρήματα
–