αποσοβώ
Προφορά
Ετυμολογία
αποσοβώ αρχαία ελληνική ἀποσοβῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποσοβώ -είς, -εί
✦ απομακρύνω, αποτρέπω: η παράλογη ελπίδα πως η καταστροφή μπορεί να αποσοβηθεί επιμένει ως την τελευταία στιγμή (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–