αποστασία
Προφορά
Ετυμολογία
αποστασία αρχαία ελληνική ἀποστασία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποστασία
✦ εξέγερση κατά εξουσίας
✦ αποσκίρτηση από ένα κόμμα και προσχώρηση σε άλλο
✦ (εκκλ.) άρνηση της χριστιανικής πίστης ή αποβολή του ιερατικού σχήματος
Συνώνυμα
στάση, ανταρσία, κίνημα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–