απόρριψη
Προφορά
Ετυμολογία
απόρριψη αρχαία ελληνική ἀπόρριψις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απόρριψη
✦ αποβολή
✦ άρνηση αποδοχής: απόρριψη των ελληνικών προτάσεων στον ΟΗΕ
✦ μη προαγωγή σε ανώτερη τάξη ή σε ανώτερο κύκλο σπουδών
Συνώνυμα
απόκρουση
Αντίθετα
έγκριση, αποδοχή
Επιρρήματα
–