απόξεση
Προφορά
Ετυμολογία
απόξεση μεταγενέστερη ελληνική ἀπόξεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απόξεση
✦ καθαρισμός, λείανση με ξύσιμο
✦ αφαίρεση με ξύσιμο
✦ εγχείρηση κατά την οποία αφαιρούνται με ξέστρο ξένα σώματα ή παθολογικά παράγωγα της επιφάνειας διαφόρων οργάνων του ανθρώπου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–