απορροφώ
Προφορά
Ετυμολογία
απορροφώ αρχαία ελληνική ἀπορροφέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απορροφώ -άς, -ά
✦ ρουφώ εντελώς
✦ ρουφώ από κάτι: ο οργανισμός του απορροφά πύον
✦ (μτφ. ) χρησιμοποιώ ή καταναλίσκω ως το τέλος, εξαντλώ: οι αγορές του κόσμου όλου… δεν μπορούν πια ν’ απορροφήσουν την παραγωγή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) απασχολώ εξολοκλήρου: τον έχει απορροφήσει το καινούριο του έργο
✦ αφομοιώνω: οι κατακτητές δεν κατόρθωσαν να μας απορροφήσουν
✦ (μέσ.) απορροφώμαι, είμαι αφοσιωμένος, προσηλωμένος σε κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–