απορρόφηση
Προφορά
Ετυμολογία
απορρόφηση απορροφώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απορρόφηση
✦ πλήρης ρόφηση
✦ βαθμιαία ρόφηση από κάτι: απορρόφηση υγρών – πύου
✦ πλήρης απασχόληση, αφοσίωση, προσήλωση
✦ (μτφ. ) χρησιμοποίηση, κατανάλωση: απορρόφηση των αγαθών – απορρόφηση από τον ιδιωτικό τομέα των απολυμένων εργατών
✦ (μτφ. ) συγχώνευση, αφομοίωση: πόσο η λογοτεχνία αυτή μπορεί ν’ αντισταθεί στο νόμο της απορρόφησης από ισχυρότερες γλώσσες και λογοτεχνίες (Γ. Σεφέρης)
✦ (φυσιολ.) λειτουργία των φυτικών και ζωικών οργανισμών κατά την οποία διοχετεύονται τα θρεπτικά υλικά στα κύτταρα
✦ (χημ.) διείσδυση μιας ουσίας στο εσωτερικό μιας άλλης
✦ (οικον.) απορρόφηση πιστώσεων, εκταμίευση και διάθεση όλων των χρημάτων από τις εγκεκριμένες πιστώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–