αποστάτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
αποστάτισσα μεταγενέστερη ελληνική ἀποστάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αποστάτισσα
✦ θηλ. αποστάτισσα κ. αποστάτρια στασιαστής, επαναστάτης
✦ ο αρνούμενος τις ιδέες του, τις αρχές του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–