απόστρατος
Προφορά
Ετυμολογία
απόστρατος από + στρατός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η απόστρατος
✦ αξιωματικός που έχει απομακρυνθεί από τη στρατιωτική υπηρεσία
✦ (μτφ. ) οποιοσδήποτε που δεν ασκεί το επάγγελμά του εξαιτίας προχωρημένης ηλικίας ή ανικανότητας
Συνώνυμα
απόμαχος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–