αποσκιρτώ


αποσκιρτώ
Προφορά

Ετυμολογία
αποσκιρτώ αρχαία ελληνική ἀποσκιρτῶ

Ερμηνεία
ρήμα αποσκιρτώ -άς, -ά

✦ απομακρύνομαι με πηδήματα
✦ εγκαταλείπω μια παράταξη και προσχωρώ σε άλλη

Συνώνυμα
αποστατώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.