απορώ
Προφορά
Ετυμολογία
απορώ αρχαία ελληνική ἀπορῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απορώ -είς, -εί
✦ βρίσκομαι σε απορία, παραξενεύομαι
✦ (μτφ. ) βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, σε αμηχανία: απορώ πού το βρίσκεις τόσο κέφι
✦ δεν έχω πόρους, είμαι φτωχός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευπορώ
Επιρρήματα
–