αποσαρκώνω


αποσαρκώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποσαρκώνω από + σαρκώνω

Ερμηνεία
ρήμα αποσαρκώνω

✦ αφαιρώ τις σάρκες
✦ (μέσ.) αποσαρκώνομαι, γίνομαι υπερβολικά αδύνατος
✦ μτχ. παθητ. πρκμ. αποσαρκωμένος, -η, -ο ως επίθ., ο υπερβολικά αδύνατος, κοκαλιάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.