αποσυγκρότηση
Προφορά
Ετυμολογία
αποσυγκρότηση αποσυγκροτώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποσυγκρότηση
✦ καταστροφή, συνειδητή ή ακούσια, της συγκροτήσεως υπηρεσίας, οργανισμού κτλ., διάλυση, αποδιοργάνωση: αν εξαιρέσουμε την κοινωνική αποσυγκρότηση που αποκλείει ολοένα και περισσότερο την ύπαρξη κοινών αισθημάτων (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–