αποστατώ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αποστατώΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αποστατώ.mp3Ετυμολογίααποστατώ αρχαία ελληνική ἀποστατῶ Ερμηνεία└ρήμα┘ αποστατώ -είς, -εί ✦ γίνομαι αποστάτης, στασιάζω, επαναστατώ ✦ αλλάζω φρονήματα, προσχωρώ σε άλλη ιδεολογική παράταξη Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–