αποσιωπητικά
Προφορά
Ετυμολογία
αποσιωπητικά └ουδ┘ του επιθέτου αποσιωπητικός
Ερμηνεία
αποσιωπητικά
✦ ουσ. σημείο στίξεως (…) που φανερώνει διακοπή της φράσης είτε από συγκινησιακή αιτία, είτε επειδή τα υπόλοιπα είναι ευνόητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–