απόσταξη
Προφορά
Ετυμολογία
απόσταξη αρχαία ελληνική ἀπόσταξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απόσταξη
✦ το στάξιμο, η πτώση κατά σταγόνες
✦ (χημ.) η διαδικασία με την οποία ένα υγρό, υποβάλλεται σε εξάτμιση και επακόλουθη συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών
Συνώνυμα
λαμπικάρισμα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–