αποστολικός
Προφορά
Ετυμολογία
αποστολικός απόστολος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αποστολικός -ή, -ό
✦ που ανήκει σε κάποια αποστολή
✦ ο σχετικός με τους Αποστόλους της εκκλησίας ή τη διδασκαλία τους
✦ (μτφ. ) ζωηρός, ένθερμος: αποστολικός ζήλος
✦ ουδ. το αποστολικό(ν) ως ουσ., τροπάριο προς τιμήν των Αποστόλων
✦ το βιβλίο που περιέχει τις επιστολές της Καινής Διαθήκης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αποστολικά (Κ αποστολικώς), με πεζοπορία