άπλερος
Προφορά
Ετυμολογία
άπλερος ἀ στερητικό + πλέριος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άπλερος -η, -ο
✦ όχι τέλεια διαπλασμένος, ασχημάτιστος: το κορμί της είναι ακόμα άπλερο – άπλερη μυρτιά του περιβολιού (Τέλλος Άγρας)
Συνώνυμα
ανώριμος, άγουρος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–